ἀκινδυνοτέρας

ἀκινδυνοτέρας
ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος
free from danger
fem acc comp pl
ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος
free from danger
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”